ελεεινολογία

ελεεινολογία
η (ΑΜ ἐλεεινολογία, Α και ἐλεινολογία)
νεοελλ.
1. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεινού, ως αξιολύπητου
2. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεεινού, ως αχρείου
αρχ.-μσν.
λόγος που προκαλεί συμπάθεια ή οίκτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐλεεινολογία — ἐλεεινολογίᾱ , ἐλεεινολογία piteous appeal fem nom/voc/acc dual ἐλεεινολογίᾱ , ἐλεεινολογία piteous appeal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινολογίᾳ — ἐλεεινολογίᾱͅ , ἐλεεινολογία piteous appeal fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεεινολογία — η η ελεεινολόγηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεεινολογίας — ἐλεεινολογίᾱς , ἐλεεινολογία piteous appeal fem acc pl ἐλεεινολογίᾱς , ἐλεεινολογία piteous appeal fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινολογίαν — ἐλεεινολογίᾱν , ἐλεεινολογία piteous appeal fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινολογιῶν — ἐλεεινολογία piteous appeal fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινολογίαις — ἐλεεινολογία piteous appeal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • φουρτούνα — και φορτούνα, η, Ν 1. τρικυμία, θαλασσοταραχή 2. κακοκαιρία, θύελλα 3. μτφ. άσχημη περιπέτεια, κακοτυχία (α. «φουρτούνα που μάς βρήκε» β. «πέρασε μεγάλη φουρτούνα τον περασμένο μήνα») 4. φρ. α) «φουρτούνα στα μπατζάκια σου» αλίμονό σου, τί σέ… …   Dictionary of Greek

  • ελεεινολόγηση — η ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεεινού, ως αξιολύπητου, η ελεεινολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”